Οι τροφικές αλλεργίες και δυσανεξίες είναι πολύ συχνές στις μέρες μας και όσον αφορά την αντιμετώπιση τους το πρώτο βήμα είναι ο διαχωρισμός μεταξύ των δυο αυτών καταστάσεων. Οι τροφικές αλλεργίες προκαλούνται κυρίως από τις πρωτεΐνες που βρίσκονται στα τρόφιμα και συχνά δεν διασπώνται από την θερμοκρασία του μαγειρέματος, από τα οξέα του στομάχου ή από τα ένζυμα της πέψης των τροφών. Ως αποτέλεσμα, περνούν από το γαστρεντερικό σωλήνα στην κυκλοφορία του αίματος και προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις στο ανθρώπινο σώμα. Τα συμπτώματα τυπικά εμφανίζονται σε διάστημα έως και 2 ωρών μετά την κατανάλωση του τροφίμου και συνήθως εμμετοί, πόνοι στην κοιλιά, πρήξιμο στα χείλη, φλεγμονή στη γλώσσα, δυσκολία στην αναπνοή, εξανθήματα κα. Αντίθετα οι τροφικές δυσανεξίες αφορούν τον όχι σωστσό μεταβολισμό μερικών συστατικών των τροφών με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη δυσανοχή στη λακτόζη.
Ορισμένα άτομα με ολική η μερική ανεπάρκεια του ενζύμου λακτάση (ένζυμο που διασπά το δισακχαρίτη λακτόζη, κυρίως ευρισκόμενο στο γάλα) εμφανίζουν μετά την κατανάλωση γαλακτοκομικών προιόντων φουσκώματα, διάροιες, κοικιακούς πόνους κα. Χημικές ουσίες ή συντηρητικά που προστίθενται σε τρόφιμα (τα λεγόμενα πρόσθετα τροφίμων) μπορεί επίσης να προκαλέσουν δυσμενείς αντιδράσεις σε ευαίσθητα άτομα. Γίνεται φανερό λοιπόν ότι η θεραπεία που ακολουθεί μετά τη διάγνωση της τροφικής αλλεργίας στηρίζεται βασικά στην απαγόρευση της κατανάλωσης του συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων τροφίμων. Ετσι το διαιτολόγιο που καταρτίζεται θα πρέπει όχι μόνο να μην περιλαμβάνει τις «ύποπτες» τροφές, αλλά και να τις έχει αντικαταστήσει χωρίς να παρουσιαστεί καμία έλλειψη βιταμινών, μετάλλων και ιχνοστοιχείων.