Είναι η κετογονική δίαιτα η λύση στο αδυνάτισμα;
Γράφει ο Δρ. Αναστάσιος Παπαλαζάρου, Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
Με τον όρο κετογονική δίαιτα εννοούμε τα διαιτητικά εκείνα προγράμματα στα οποία η πρόσληψη υδατανθράκων περιορίζεται σε λιγότερα από 50 γραμμάρια την ημέρα (έως 20 γραμμάρια το λιγότερο) και η πλειοψηφία των υπόλοιπων θερμίδων προέρχεται από τα λιπαρά. Η φιλοσοφία της συγκεκριμένης δίαιτας στηρίζεται στο γεγονός ότι περιορίζοντας τους διαιτητικούς υδατάνθρακες, το σώμα μας, αρχικά, χρησιμοποιεί τις αποθήκες υδατανθράκων (γλυκογόνο) ώστε να διατηρήσει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα σταθερά και έπειτα, πολύ σύντομα, ενεργοποιεί και τις αποθήκες λίπους (λιπόλυση), επιτυγχάνοντας γρήγορη απώλεια βάρους.
Επομένως, το σώμα μας αρχίζει να χρησιμοποιεί ως κύριό του καύσιμο όχι πια τη γλυκόζη, αλλά τα προϊόντα μεταβολισμού του λίπους που ονομάζονται κετόνες. Ωστόσο, σήμερα, εφαρμόζονται διάφορες παραλλαγές της κετογονικής δίαιτας που εστιάζονται, κυρίως, στο βαθμό περιορισμού των υδατανθράκων ( από 20 έως 50 γραμμάρια/ ημέρα) αλλά και στην μεγαλύτερη πρόσληψη πρωτεϊνών έναντι λιπαρών.
Τα ερευνητικά δεδομένα
Οι κετογονικές δίαιτες είχαν δαιμονοποιηθεί για δεκαετίες, καθώς η εκτεταμένη εφαρμογή τους από τη δεκαετία του ‘70 και μετά και η ελλιπής επιστημονική γνώση για τις μεταβολικές επιπλοκές τους που δεν ήταν ακόμα πλήρως γνωστές, συσχετίστηκαν με σοβαρά προβλήματα υγείας.
Παρόλα αυτά, από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας ξεκίνησαν να εμφανίζονται μελέτες που άρχισαν να αναδεικνύουν την υπεροχή αυτών των διαιτών αναφορικά με την απώλεια βάρους. Το συγκεκριμένο γεγονός σε συνδυασμό με την αδυναμία των υπαρχόντων συστηνόμενων διαιτών στο αδυνάτισμα (κυρίως εκείνων με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά) έδωσαν στις κετογονικές δίαιτες μια έντονη δημοσιότητα.
Πρόσφατη ανασκόπηση κλινικών τυχαιοποιημένων μελετών δείχνει ότι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες (<40 γραμμάρια/ ημέρα) επιφέρουν καλύτερα αποτελέσματα στην απώλεια βάρους (έχασαν 2.17 κιλά περισσότερα), συγκρινόμενες με εκείνες που έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά (<30% Ενεργειακής Πρόσληψης) (Mansoor et al Brit.J.Nut 2016).
Που οφείλεται η αποτελεσματικότητα τους
Η υπεροχή των διαιτών χαμηλών υδατανθράκων και υψηλής πρωτεΐνης οφείλεται σε διάφορες παραμέτρους.
Πιο συγκεκριμένα:
Έχει βρεθεί ότι αυξάνουν τον κορεσμό. Πολλές μελέτες δείχνουν ότι η πρωτεΐνη, κυρίως μέσω της επίδρασης σε ορμόνες του γαστρεντερικού συστήματος (CKK, PYY, GIP, GLP1) αλλά και λόγω της επίδρασης της τόσο στα επίπεδα της ινσουλίνης όσο και λεπτίνης φαίνεται να συμβάλλει αποτελεσματικά τη μείωση της όρεξης (Westman et al AJCN 2017).
Ενισχύουν την διαιτητική θερμογένεση.
Γνωρίζουμε ότι το σώμα μας για να μεταβολίσει και να χρησιμοποιήσει τις πρωτεΐνες της τροφής ξοδεύει πολύ περισσότερη ενέργεια (20-30%) από ότι αυτή που χρειάζεται για να μεταβολίσει τους υδατάνθρακες (5-10%) και τα λιπαρά (0-3%). Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι η ενεργειακή δαπάνη του σώματός μας γίνεται μεγαλύτερη σε δίαιτες υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες (Mikkelsen et al AJCN 2000). Μολονότι το σώμα μας μπορεί να προσαρμόζεται σε αυτή τη διαδικασία, με αποτέλεσμα αυτή η αρχικά υψηλότερη ενεργειακή δαπάνη να δείχνει να μετριάζεται με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο πολλοί ερευνητές συμπεραίνουν ότι ίσως να καταλήγει να διαδραματίζει κάποιο μικρό ρόλο στη συνολική ενεργειακή δαπάνη.
Διατηρεί την μεταβολική ενεργή άλιπη μάζα σώματος προάγοντας κυρίως την απώλεια λιπώδους ιστού.
Αυτό φαίνεται να είναι το σημαντικότερο πλεονέκτημα, γιατί η μείωση μεταβολικά ενεργού μυϊκού ιστού, που συμβαίνει συνήθως με τις απλές υποθερμιδικές δίαιτες, ευθύνεται για τη χαμηλή διατήρηση και τη γρήγορη επαναπρόληψη βάρους. Σε πρόσφατη μετανάλυση συστήνεται ότι σε δίαιτες χαμηλών θερμίδων η πρωτεϊνική πρόσληψη θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 1 gr/kg σωματικού βάρους, ενώ σε άτομα που παράλληλα ασκούνται, θα πρέπει να ανέβει σε >1.2 gr/kg σωματικού βάρους.
Επικίνδυνες για την υγεία;
Όταν η διαιτητική πρόσληψη υδατανθράκων περιορίζεται μεταξύ 20-50 γραμμαρίων / ημέρα τότε το σώμα μας βρίσκεται σε στην κατάσταση διατροφικής κέτωσης (επίπεδα κετονών στα ούρα 0.5-5 mmol/L). Σε τέτοιες καταστάσεις βρισκόμαστε πολύ συχνά (νηστεία, ύπνος) και δεν είναι επικίνδυνες . Παρόλα αυτά, μεγαλύτερος περιορισμός υδατανθράκων και για μεγαλο χρονικό διαστημα, είναι πιθανό να προκαλέσει επικίνδυνη αύξηση ποσοστών στα ούρα (>10-12 mmol/L), μια κατάσταση που ονομάζεται κετοξέωση και αποτελεί απειλή για την υγεία. Επιπλέον, πολλές εμελέτες έχουν δείξει ότι οι κετογονικές δίαιτες, δεν σχετίζονται με προβλήαμτα στα νεφρα ή οστα σε υγιή μη υπερήλικα άτομα.
Μολαταύτα, η αυξημένη πρόσληψη πρωτεΐνης (κυρίως προερχόμενης από μοσχάρι, κοτόπουλο, χοιρινό, αρνί) και η παράλληλη κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών για μεγάλα χρονικά διαστήματα είναι πιθανό να οδηγήσουν στη μείωση του προσδόκιμου ζωής (LancetPublicHealth 2018; 3: e419–28). Όπως είναι αναμενόμενο, αυτό έχει οδηγήσει την επιστημονική κοινότητα σε εύλογους ενδοιασμούς και συστάσεις για τη μακροχρόνια εφαρμογή τους.
Συμπέρασμα / Κρατείστε αυτό
Η πλειοψηφία των επιστημόνων συμφωνεί ότι αυτό που τελικά μετρά στην απώλεια βάρους είναι ο βαθμός συμμόρφωσης στη δίαιτα και οι αλλαγές στον τρόπο που σκεφτόμαστε και συμπεριφερόμαστε στο φαγητό. Οι κετογονικές δίαιτες και πολύ περισσότερο οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες κι υψηλής σε πρωτεΐνη, θα μπορούσαν να αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του διαιτολόγου, και να είναι μέρος της στρατηγικής του σε πρόγραμμα απώλειας βάρους. Ωστόσο, η μακροχρόνια χρήση τους ειδικά με τρόφιμα ζωικής προέλευσης φαίνεται να είναι επικίνδυνη για την υγεία μας.
Πηγή: www.iatropedia.gr