Εγκυμοσύνη & θηλασμός
Σχετικά με τη διατροφή της εγκυμονούσας, δεδομένου ότι τα όργανα του εμβρύου αναπτύσσονται σε συγκεκριμένες περιόδους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η κακή διατροφή στην αρχή της εγκυμοσύνης θα επηρεάσει ενδεχομένως την ομαλή ανάπτυξη της καρδιάς και του εγκεφάλου, ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο των πνευμόνων. Το βάρος της μητέρας και η επαρκής διατροφική πρόσληψη πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού έχει ιδιαίτερη σημασία για την υγεία της μητέρας, αλλά και του εμβρύου και μετέπειτα του βρέφους.
Πρόκειται για δυο πολύ σημαντικές περιόδους στη ζωή μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια των οποίων συντελούνται πολλές αλλαγές στον οργανισμό της και διαφοροποιούνται οι διατροφικές απαιτήσεις. Κατά την εγκυμοσύνη αυξάνονται οι ενεργειακές ανάγκες και πολύ περισσότερο αυξάνονται οι απαιτήσεις σε πρωτεΐνες, βιταμίνες και μέταλλα. Έτσι η ποιότητα της ακολουθούμενης δίαιτας, ουσιαστικά δηλαδή η αναλογία των θρεπτικών συστατικών που προσλαμβάνονται προς την ενεργειακή πρόσληψη, πρέπει να είναι πολύ υψηλή.
Κατά το θηλασμό μέγιστη προτεραιότητα αποτελεί η παραγωγή γάλακτος υψηλής αξίας και η κατά το δυνατό επιμήκυνση της διάρκειάς του. Οι ανάγκες σε ορισμένα θρεπτικά συστατικά είναι ίδιες με αυτές της περιόδου εγκυμοσύνης, σε άλλα υψηλότερες και σε άλλα χαμηλότερες. Λόγω του ότι οι περισσότερες ουσίες που εισέρχονται στο σώμα της γυναίκας που θηλάζει περνούν στο μητρικό γάλα, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη λήψη φαρμάκων και αλκοόλ και στο κάπνισμα. Ο ρόλος του εξειδικευμένου διαιτολόγου για την υγεία της θηλάζουσας και κυρίως του βρέφους είναι ιδιαίτερα σημαντικός, εφόσον αποτελεί ευθύνη του:
• να τονίσει τα πλεονεκτήματα του μητρικού θηλασμού και για τους δύο,
• να παρακολουθεί την ανάπτυξη του βρέφους, σε συνεργασία με τον παιδίατρο, και να ρυθμίζει ανάλογα τη διατροφή της μητέρας και κατά τον απογαλακτισμό του ίδιου του βρέφους και
• να εφαρμόσει πρακτικές που προωθούν αρχικά τον αποκλειστικό θηλασμό και στην συνέχεια την ορθή μετάβαση στην μικτή διατροφή.
Πριν την εγκυμοσύνη, οι μέλλουσες μητέρες μπορούν να ελέγξουν και να προσαρμόσουν το σωματικό τους βάρος και τις διατροφικές τους συνήθειες, ώστε να προσπαθήσουν να ξεκινήσουν με τα καλύτερα εφόδια την κύηση. Στη συνέχεια, σε συνεργασία με τον εκάστοτε ιατρό και αφού έχουν ληφθεί και αξιολογηθεί όλα τα απαραίτητα στοιχεία, καταρτίζεται εξατομικευμένο πρόγραμμα διαιτολογικής υποστήριξης που καλύπτει τις ανάγκες της εγκύου / θηλάζουσας σε θρεπτικά συστατικά και παράλληλα συμβάλει στο να διατηρηθεί το βάρος της γυναίκας μέσα στα προβλεπόμενα όρια. Τέλος, η φροντίδα επεκτείνεται και στη διατροφή του βρέφους, εφόσον πλέον έχει αποδειχθεί ότι τόσο η ενδομήτρια ζωή, όσο και η βρεφική ηλικία παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διασφάλιση και την προαγωγή της υγείας του παιδιού και του μετέπειτα ενηλίκου.