Η οικονομική κρίση απειλεί τη διατροφή μας;
Ποιες είναι οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης στις τιμές των τροφίμων και τις διατροφικές μας επιλογές;
Το παραπάνω θέμα συζητήθηκε στο τελευταίο Στρογγυλό Τραπέζι του 12ου Πανελληνίου Συνεδρίου Διαιτολογίας – Διατροφής που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Αθήνα.
Η φτώχεια επηρεάζει αρνητικά τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων
«Σε μία συγκυρία όπου η ανεργία καλπάζει και οι απολαβές των εργαζομένων περιορίζονται σημαντικά, τα νοικοκυριά φαίνεται πως δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στην καθημερινή κάλυψη της ανάγκης για διατροφή. Το γεγονός αυτό οδηγεί και σε αλλαγές στις αγοραστικές τους συνήθειες που αφορούν τη διατροφή» ανέφερε η κ. Παπαδοπούλου Μαριάννα, Ερευνήτρια από το Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ. Σε συνθήκες οικονομικής στενότητας, τα νοικοκυριά δεν χρησιμοποιούν την ισορροπημένη διατροφή ως κριτήριο για την αγορά και την κατανάλωση τροφίμων, αλλά το τελικό κόστος. Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκριτικά αποτελέσματα των μελετών για τα έτη 2010-2013, τόσο για το δείκτη της διατροφής, όσο και για το συνολικό δείκτη, προκύπτει πως το αναγκαίο εισόδημα για την κάλυψη βασικών αναγκών (κατώφλι φτώχειας) ανέβηκε την ώρα που τα εισοδήματα μειώθηκαν. Έτσι, ενώ οι σύγχρονες διατροφικές ανάγκες παρέμειναν σταθερές, η διατροφική συμπεριφορά του ελληνικού πληθυσμού συνεχίζει να επηρεάζεται και μάλιστα προς το χειρότερο.
Food for thought: «Γιατί ο υγιεινός τρόπος ζωής κοστίζει περισσότερο»;
Το παραπάνω ερώτημα παραμένει αναπάντητο, όπως συμπέραναν και οι συγγραφείς μίας πρόσφατης μετα-ανάλυσης που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο στο επιστημονικό περιοδικό British Medical Journal. Συχνά διαβάζουμε ότι, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, οι αγροτικές επιδοτήσεις σε τρόφιμα όπως το καλαμπόκι και η σόγια μειώνουν τις τιμές σε προϊόντα που είναι λιγότερο υγιεινά και περισσότερο επεξεργασμένα. Ωστόσο, πέραν του ότι το συμπέρασμα αυτό είναι υπερβολικά απλοϊκό, εμπεριστατωμένες οικονομικές αναλύσεις καταδεικνύουν ότι αυτές οι επιδοτήσεις επηρεάζουν κυρίως το εισόδημα των αγροτών και δεν έχουν σημαντική επίδραση στην λιανική τιμή των τροφίμων. Συνεπώς, για να έχουμε σήμερα χαμηλές τιμές στα προϊόντα που είναι πλούσια σε ζάχαρη είναι απαραίτητη η συνύπαρξη μίας πληθώρας άλλων παραγόντων και δεν φτάνουν απλά οι όποιες επιδοτήσεις. Άρα, χρειάζεται μία συνολικά διαφορετική εμπορική πολιτική, που να περιλαμβάνει την παραγωγή, διακίνηση και προώθηση τοπικών, παραδοσιακών προϊόντων, προκειμένου να αυξάνεται η διαθεσιμότητα και να μειώνεται η τιμή τους, ώστε να είναι αυτές οι επιλογές πιο ελκυστικές στον καταναλωτή. Τα Τοπικά Σύμφωνα Ποιότητας που δοκιμάστηκαν και στην Ελλάδα σε διάφορες περιφέρειες φαίνεται να αποτελούν μία καλή λύση.
Μη αποτελεσματική η φορολόγηση στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας
Σύμφωνα με τον Κοσμήτορα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, Καθηγητή Νικόλαο Μανιαδάκη, η οικονομική κρίση οδηγεί σε έντονη στροφή προς την κατανάλωση γρήγορου φθηνού φαγητού, το οποίο είναι πλούσιο σε ζάχαρη, αλάτι και κορεσμένα λιπαρά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το μειωμένο επίπεδο σωματικής δραστηριότητας έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης παχυσαρκίας, διαβήτη, υπέρτασης, καρδιαγγειακών προβλημάτων κ.α. Ήδη, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει χαρακτηρίσει την παχυσαρκία ως «ασθένεια της χιλιετίας», αναζητώντας μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου και την προώθηση της ισορροπημένης διατροφής.
Ένα μέτρο το οποίο συζητείται έντονα εντός και εκτός συνόρων είναι η επιβολή φόρου παχυσαρκίας σε τρόφιμα πλούσια σε ζάχαρη, αλάτι και κορεσμένα λιπαρά. Η Ουγγαρία και η Γαλλία, για παράδειγμα, φορολογούν τα τρόφιμα που έχουν πάνω από 2,3% κορεσμένα λιπαρά. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα του εν λόγω μέτρου στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι αμφιλεγόμενη, σύμφωνα με τα ευρήματα συστηματικής βιβλιογραφικής ανασκόπησης που διεξήχθη πρόσφατα από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας και παρουσίασε ο κ. Μανιαδάκης. Σύμφωνα με κάποιες μελέτες, η υψηλή φορολόγηση των λιπαρών και αλμυρών τροφών επιφέρει περιορισμό της κατανάλωσής τους, και μπορεί να συμβάλλει και στην αύξηση των οικονομικών εσόδων του κράτους, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ξεκάθαρα δεδομένα για την επίδραση του μέτρου στην ενεργειακή πρόσληψη και στο σωματικό βάρος. Στον αντίποδα των μελετών αυτών υπάρχουν έρευνες οι οποίες τεκμηριώνουν τη μη αποτελεσματικότητα του προαναφερθέντος μέτρου στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Είναι γεγονός, άλλωστε, ότι αν κάποιος θέλει να καταναλώσει παρόμοιες τροφές θα τις υποκαταστήσει με άλλες, οι οποίες θα είναι δυνητικά βλαβερές για την υγεία του. Η δυσκολία στο εγχείρημα της φορολόγησης σύμφωνα με αυτές τις έρευνες εστιάζεται στον τρόπο με τον οποίο θα γίνει ο διαχωρισμός «υγιεινής» και «ανθυγιεινής» τροφής. Εξάλλου, ανθυγιεινή γίνεται μια τροφή όταν καταναλώνεται σε μεγάλες ποσότητες και με αυξημένη συχνότητα, λαμβάνοντας πάντα υπόψιν και το συνολικό τρόπο διατροφής.
«Συμπερασματικά, η καταναλωτική συμπεριφορά μπορεί να αλλάξει μόνο μέσω της σωστής ενημέρωσης και της διατροφικής εκπαίδευσης του πληθυσμού. Τα οικονομικά μέτρα έχουν καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα και είναι πολύ αποτελεσματικά στο να επιφέρουν σημαντικά έσοδα», όπως χαρακτηριστικά ανέλυσε ο Καθηγητής. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ρωτήθηκε εάν αυτά τα σίγουρα έσοδα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την Προαγωγή της Μεσογειακής Διατροφής απάντησε ότι αυτές οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται σήμερα από το Υπουργείο Υγείας, αλλά από το Υπουργείο Οικονομικών… Και «ο νοών νοείτο»!